τσάκνο

τσάκνο
το щепка; лучин(к)а

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τσάκνο" в других словарях:

  • τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… …   Dictionary of Greek

  • τσάκνο — το θραύσμα ξύλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσακνοτσούκαλα — τα, Ν 1. παλιά και άχρηστα μικροπράγματα τού σπιτιού, παρτάλια 2. ειρων. χαρακτηρισμός νεαρών ατόμων που αναμιγνύονται στις υποθέσεις τών μεγάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάκνο + τσουκάλι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»